- ἀλυχή
- ἀλυχή, ἡ,A = ἀλυσμός, Gal.19.76, cf. Hsch., who also has [full] ἄλυχα · ἀδημονία; cf. ἀλύκη.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλυχή — ἀλυχή, η (Α) «αλυσμός», αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συγγενής ετυμολογικά με το ρήμα ἀλύω* «είμαι ταραγμένος»] … Dictionary of Greek
ἀλυχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυχήν — ἀλυχή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυχά — ἀλυχά̱ , ἀλυχή fem nom/voc/acc dual ἀλυχά̱ , ἀλυχή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)